Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

στην...πυρά οι ΤΠΕ


Προτιμήστε τον μαυροπίνακα!


Προτιμήστε τον μαυροπίνακα!

Στον αέρα βρίσκεται η θρυλούμενη συμβολή των νέων τεχνολογιών στη μάθηση

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 27/11/2011, 15:09



Στα σχολεία ο μαθησιακός πυρετός κορυφώνεται, καθώς το πρώτο τρίμηνο έχει φθάσει σχεδόν στο τέλος του. Οι επιδόσεις άρχισαν ήδη να δοκιμάζονται και να μοιράζονται οι πρώτοι βαθμοί. Και αν τα μαθητικά χρόνια φαντάζουν ξέγνοιαστα για τους μεγαλύτερους, για τα παιδιά ίσως και να μην είναι τόσο ρόδινα. Σε μια υπερσύγχρονη κοινωνία όπου καθημερινά οι μαθητές βομβαρδίζονται από τεχνολογικούς πειρασμούς και από συνεχείς προσθήκες στο ήδη βεβαρημένο πρόγραμμά τους, πώς μπορούν άραγε να βελτιώσουν τους βαθμούς τους και παράλληλα να «γυμνάσουν» τον εγκέφαλό τους ώστε να αφομοιώνει όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις; Ο αυστριακός «γκουρού» της ψυχιατρικής και επικεφαλής της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Ουλμ δρ Μάνφρεντ Σπίτσερ βρέθηκε στην Ελλάδα με αφορμή τη διάλεξή του στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Αναπτύσσοντας τις δεξιότητες στο διάβασμα» που διοργάνωσε το Ιδρυμα Ευγενίδου και μας ταξίδεψε στα άδυτα του εγκεφάλου. Εκεί όπου πραγματοποιούνται οι διεργασίες τις οποίες ονομάζουμε μάθηση. {AR}


«Είμαι επιστήμονας αλλά και γονιός» αναφέρει ο ίδιος στο «Βήμα». «Οταν πριν από δέκα χρόνια τα παιδιά μου επέστρεφαν από το σχολείο, σκεφτόμουν ότι, ενώ από νευροεπιστημονικής απόψεως γνωρίζουμε τόσα πολλά γύρω από τη μάθηση, τίποτε από όλα αυτά δεν έχει εισαχθεί ακόμη στα σχολεία. Ετσι ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μελέτη των εγκεφαλικών διεργασιών κατά τη διάρκεια της μάθησης. Το 2004 ίδρυσα το κέντρο TransferCenter for Neurosciences and Learning, βασικός στόχος του οποίου είναι η “μετάφραση” των αποτελεσμάτων ερευνών από τον τομέα της νευροεπιστήμης, για την ένταξή τους σε νηπιαγωγεία, σε σχολεία ή ακόμη και σε πανεπιστήμια. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο αλλά είναι σημαντικό».






Ανάγνωση και δημιουργία



Σύμφωνα με τον ειδικό, πίσω από τη διαδικασία της μάθησης κρύβεται η ικανότητα του εγκεφάλου να μεταβάλλεται συνεχώς ανάλογα με τις εμπειρίες που αποκτά και επεξεργάζεται. «Είναι δηλαδή σαν ένα είδος περιφερειακού (hardware) το οποίο αλλάζει συνεχώς, λειτουργικά και δομικά, ανάλογα με το λογισμικό (software) που καλείται να “τρέξει” – σκεφτόμαστε, αντιλαμβανόμαστε, κάνουμε ένα σωρό πράγματα με τον εγκέφαλό μας και όλα αυτά αλλάζουν ανάλογα με τα όσα συναντούμε στην πορεία. Αυτό ονομάζεται νευροπλαστικότητα, ή αλλιώς μάθηση» μας εξηγεί ο δρ Σπίτσερ.


Η διαδικασία της ανάγνωσης, κατά τον δρα Σπίντσερ, είναι πολύ δημιουργική, καθώς το μόνο που έχουμε μπροστά μας είναι «βουβά» γράμματα και χαρακτήρες σε ένα χαρτί, τα οποία καλούμαστε να «ζωντανέψουμε». «Ο εγκέφαλός μας είναι φτιαγμένος ώστε να μπορεί να μεταφράζει τις γραφικές παραστάσεις που προσλαμβάνει σε φωνητικά ερεθίσματα και στη συνέχεια σε σημασιολογικές έννοιες. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη μετάφραση των ακουστικών ερεθισμάτων (όταν ακούμε μια ιστορία) αλλά σε πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα. Για παράδειγμα, η διαφορά μεταξύ των φθόγγων “μπα” και “πα” αγγίζει μόλις τα 40 χιλιοστά του δευτερολέπτου (mSec). Παρ’ όλα αυτά, αν ο εγκέφαλος δεν μπορεί να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των δύο, τότε κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολία κατά την ανάγνωση και κατά συνέπεια σε μαθησιακά προβλήματα» μας λέει ο ειδικός.






Διάγνωση της δυσλεξίας πριν από το σχολείο!


«Γνωρίζουμε ότι περίπου το 85% των μικρών παιδιών αντιμετωπίζουν σε έναν βαθμό το συγκεκριμένο ακουστικό πρόβλημα. Κάτι τέτοιο μπορεί να οφείλεται στις δέσμες νευρικών ινών περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζονται με την επεξεργασία του ήχου, οι οποίες παίζουν “πινγκ-πονγκ” μεταξύ τους ανταλλάσσοντας πληροφορίες. Εκεί λοιπόν η ταχύτητα της αγωγιμότητας παίζει καθοριστικό ρόλο. Αν οι ίνες αυτές δεν είναι καλά σχηματισμένες,τότε ο εγκέφαλος δεν θα είναι σε θέση να ξεχωρίζει δύο κοντινούς φθόγγους. Από νευροεπιστημονικής απόψεως, η δυσλεξία είναι δυνατό να διαγνωσθεί σε πολύ μικρές ηλικίες, προτού δηλαδή το παιδί μάθει να διαβάζει και να γράφει» υποστηρίζει ο δρ Σπίτσερ.«Η θεραπεία πραγματοποιείται με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών και ουσιαστικά “τεντώνουμε” τον ήχο των δυσδιάκριτων φθόγγων, με αποτέλεσμα η χρονική απόκλιση μεταξύ του “πα” και του “μπα” να διπλασιάζεται. Ετσι τα παιδιά μπορούν να διακρίνουν και να κατανοήσουν τη διαφορά και στη συνέχεια εφαρμόζουν τα όσα έχουν μάθει για την αποκωδικοποίηση πραγματικών ήχων».


Η διαδικασία της μάθησης όμως δεν σχετίζεται μόνο με την ανάγνωση αλλά και με τον προφορικό λόγο. «Για τον άνθρωπο η εξιστόρηση γεγονότων ή εμπειριών είναι ό,τι και οι προσομοιωτές πτήσης για την αεροπορία. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση “Science”, ο άνθρωπος αφιερώνει κατά μέσο όρο τέσσερις ώρες σε συζητήσεις με πυρήνα την εξιστόρηση γεγονότων και εμπειριών, όμως μόλις τέσσερα λεπτά στην αναπαραγωγική πράξη. Βλέπουμε λοιπόν ότι παρά το γεγονός πως το σεξ αποτελεί σημαντικό μέρος της ζωής μας, δεν ξεπερνά χρονικά την εξιστόρηση εμπειριών. Οπότε οι ιστορίες αυτές είναι μεγίστης σημασίας για την εξέλιξή μας – τόσο τη δική μας όσο και του εγκεφάλου μας» αναφέρει ο αυστριακός επιστήμονας. «Σύμφωνα με νέα ευρήματα που παρουσιάστηκαν πριν από λίγες ημέρες στο ετήσιο συνέδριο “Neuroscience 2011” στην Ουάσινγκτον, η ακρόαση και η ανάγνωση μιας ιστορίας ενεργοποιούν τελικά το ίδιο δίκτυο εγκεφαλικών περιοχών».






Μιλάτε στα παιδιά!


Το πρόβλημα της δυσλεξίας, σύμφωνα με τον επιστήμονα, μπορεί να έχει γονιδιακό αλλά και περιβαλλοντικό υπόβαθρο. Γονιδιακό γιατί, όπως εξηγεί, κάποια γονίδια ενισχύουν τις πιθανότητες λανθασμένης «καλωδίωσης» του εγκεφάλου και περιβαλλοντικό, σε περίπτωση απουσίας του προφορικού λόγου στην οικογένεια. «Αν δεν υπάρχουν αρκετά ερεθίσματα, δηλαδή αρκετή ομιλία από το οικογενειακό μας περιβάλλον, τότε ο εγκέφαλος δεν μαθαίνει να απορροφά γνώση. Πιστεύω λοιπόν ότι οι γονείς πρέπει να ξεκινούν να μιλούν στα παιδιά τους από πολύ νωρίς. Ως ψυχίατρος, γνωρίζω ότι οι μητέρες που πάσχουν από κατάθλιψη τείνουν να μιλούν λιγότερο στα παιδιά τους, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης μαθησιακών δυσκολιών. Αν όμως εκείνες διδάσκονταν να ασχολούνται περισσότερο με τα παιδιά τους, ενδεχομένως το πρόβλημα να μην ήταν τόσο μεγάλο» μας λέει.


Εξίσου καταστροφικές για την ανάπτυξη των γλωσσικών ικανοτήτων των παιδιών, προσθέτει, είναι η τηλεόραση και η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. «Η προσωπική μου συμβουλή προς τους γονείς είναι να τα κρατήσουν μακριά από την τηλεόραση όσο περισσότερο μπορούν. Οπως επίσης και από τις νέες τεχνολογίες γενικότερα, ακόμη και στο σχολείο. Δεν υπάρχει μελέτη που να αποδεικνύει ότι η χρήση τους βοηθά τις μαθησιακές ικανόητες των παιδιών, αντίθετα υπάρχει πολλή παραπλανητική διαφήμιση γύρω από κάτι το οποίο δεν ισχύει» τονίζει.






Η κοινωνία του multitasking


Οι καλπάζοντες ρυθμοί της καθημερινότητάς μας μάς έχουν μεταμορφώσει σε «ζογκλέρ» δραστηριοτήτων. Κάτι τέτοιο, υποστηρίζει ο δρ Σπίτσερ, μειώνει τις εγκεφαλικές μας επιδόσεις. Η αμερικανική εφημερίδα «The New York Times» μάλιστα είχε δημοσιεύσει πρόσφατα άρθρο, σύμφωνα με το οποίο η αμερικανική οικονομία χάνει ετησίως περί τα 650 δισ. δολάρια ακριβώς επειδή οι εργαζόμενοι ασχολούνται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα.


«Αρκετοί παιδαγωγοί υποστηρίζουν ότι επειδή ακριβώς ασχολούμαστε με πολλά πράγματα ταυτόχρονα στην καθημερινότητά μας, πρέπει να μάθουμε στα παιδιά να κάνουν το ίδιο – όχι δεν πρέπει!» ξεκαθαρίζει ο ειδικός. «Επιστημονικά ευρήματα δείχνουν ότι ο εγκέφαλος δεν είναι δομημένος ώστε να παρακολουθεί δύο συζητήσεις ταυτόχρονα. Και δεν μιλάω για απλές πράξεις που μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους, όπως το να κρατάει μια μητέρα στο ένα χέρι το παιδί και με το άλλο να ανακατεύει το φαγητό. Αναφέρομαι σε επικοινωνιακό ή γλωσσικό multitasking, το οποίο είναι ανέφικτο. Πειράματα έχουν δείξει ότι άτομα που χειρίζονται πολλά πράγματα ταυτόχρονα εμφανίζουν περιορισμένη ικανότητα στο να διώχνουν άχρηστες πληροφορίες, να “ζογκλάρουν” μεταξύ διαφορετικών πράξεων,να διώχνουν άχρηστες σκέψεις. Τα άτομα αυτά λοιπόν αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής».







ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ


Σύμφωνα με τον αυστριακό ψυχίατρο, δεν υπάρχουν μαγικά κόλπα που μπορούν να μας μεταμορφώσουν σε Αϊνστάιν εν μια νυκτί. Ο εγκέφαλός μας, άλλωστε, είναι σαν έναν αθλητή που χρειάζεται καθημερινή προπόνηση προτού τρέξει στον μαραθώνιο. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό παίζει το εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο, κατά τον δρα Σπίτσερ, πρέπει να αλλάξει ριζικά.


«Το τρικ για κάποιον που επιθυμεί να βελτιώσει τις ικανότητές του στην ανάγνωση είναι να διαβάζει πολύ. Οι δυσκολίες κατά την ανάγνωση που εμφανίζουν αρκετοί μαθητές ενδεχομένως να συνοδεύονται από άλλα προβλήματα, όπως η έλλειψη ενδιαφέροντος για τα μαθήματά τους. Σε αυτό, βέβαια, σημαντικό ρόλο παίζει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που ακολουθούν τα σχολεία. Στα αγόρια, π.χ., δεν αρέσουν τόσο τα φιλολογικά μαθήματα σε σχέση με τα κορίτσια. Αν όμως στραφούμε προς θέματα που προσελκύουν το ενδιαφέρον τους, π.χ. πώς να κατασκευάσετε μια μηχανή ή οι βασικές αρχές του ποδοσφαίρου, τότε η ανάγνωση δεν θα τους ήταν αγγαρεία. Αντίθετα, αν τα κορίτσια διδάσκονταν για τη φυσική του κραγιόν, τότε είμαι σίγουρος ότι το ενδιαφέρον τους θα χτυπούσε κόκκινο» υπογραμμίζει. «Ενα επιπλέον σημαντικό στοιχείο που είδαμε να βοηθά τις μαθησιακές ικανότητες των παιδιών είναι η αισιοδοξία και τα θετικά συναισθήματα. Αρα οι δάσκαλοι δεν πρέπει να διδάσκουν προκαλώντας άγχος στα παιδιά. Ακόμη, οφείλουν να ενσωματώσουν το γνωστό (πραγματικός κόσμος) στο άγνωστο (νέες γνώσεις) με θετικό τρόπο ώστε τα παιδιά να μπορούν να συνδυάσουν τα νέα δεδομένα με κάτι που ήδη γνωρίζουν και να το μάθουν».


Πολέμιος της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών στα σχολεία, ο δρ Σπίτσερ γνωρίζει καλά ότι οι απόψεις του δεν είναι δημοφιλείς. Δεινός υποστηρικτής του μαυροπίνακα, των καλών εκπαιδευτικών και της πλούσιας βιβλιοθήκης, είναι της άποψης ότι πίσω από το σπρώξιμο των μαθητών προς αυτές δεν υπάρχει κανένα μαθησιακό όφελος παρά μόνο η αύξηση των κερδών των τεχνολογικών κολοσσών.


«Οι νέες τεχνολογίες στα σχολεία δεν πιστεύω ότι βοηθούν, ούτε καν υπό μορφή διαδραστικών προγραμμάτων» αναφέρει χαρακτηριστικά. «Εχω επισκεφθεί αρκετά σχολεία που φιλοξενούν τέτοια συστήματα και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στο τέλος της ημέρας τα παιδιά μαθαίνουν κάτι όχι χάρη στις νέες τεχνολογίες αλλά επειδή συνδέουν τα νέα στοιχεία με τον πραγματικό – και όχι τον εικονικό – κόσμο. Το ίδιο πιστεύω και για τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης: οι πραγματικοί φίλοι είναι καλύτεροι από τα εικονικάavatars. Και δεν αναφέρομαι στη δυσκολία του διαχωρισμού του πραγματικού από τον εικονικό κόσμο, γιατί κάτι τέτοιο είναι διακριτό από το 8ο έτος της ηλικίας μας. Το πρόβλημα είναι ότι αν “τρέφουμε” τον εγκέφαλό μας μόνο με σκιές του πραγματικού μέσω του εικονικού κόσμου, τότε η πραγματικότητα γίνεται ρηχή. Δεν επεξεργαζόμαστε, δηλαδή, τις πληροφορίες αυτές με την ίδια βαρύτητα που θα τις επεξεργαζόμασταν σε περίπτωση που τις συναντούσαμε στην πραγματικότητα. Και το βάθος της επεξεργασίας αυτής σχετίζεται άμεσα με τη μνήμη» επισημαίνει.


Και η ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης των μαθητών όμως δέχεται... «ηλεκτρονικό» πόλεμο. «Τα βιντεοπαιχνίδια μαθαίνουν στα παιδιά πώς να συγκεντρώνονται σε διαφορετικά σημεία της οθόνης. Αυτό πλασάρεται από τις εταιρείες ως ενίσχυση της προσοχής. Η προσοχή στο σχολείο όμως μεταφράζεται στην ικανότητα του να μπορεί κανείς να συγκεντρωθεί σε ένα πράγμα κάθε φορά. Και την ικανότητα αυτή ακριβώς “χάνουν” τα παιδιά όταν μαθαίνουν να συγκεντρώνονται στα πάντα. Πρόσφατη μελέτη μάς έδειξε ότι, αν δώσουμε σε έναν μαθητή μια παιχνιδομηχανή, τότε μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών οι σχολικές επιδόσεις του θα κάνουν “βουτιά”».









εισαγωγή clipart σε έγγραφα

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Συμβαίνει και σε μένα...


Το στρες «τρώει» τους εκπαιδευτικούς


Αγχωμένοι πηγαίνουν στα σχολεία οι εκπαιδευτικοί, ενώ πλήττονται από διάφορες ασθένειες, οι οποίες οφείλονται στο έντονο εργασιακό στρες, στην κακή συμπεριφορά που έχουν οι μαθητές απέναντί τους αλλά και γιατί θεωρούν ότι βρίσκονται σε χαμηλή κοινωνική θέση και συνεπώς δεν απολαμβάνουν τον σεβασμό που τους αρμόζει. Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού θεωρείται από τα πλέον στρεσογόνα (μαζί με αυτό της νοσοκόμας), με αποτέλεσμα μεγάλο ποσοστό εκπαιδευτικών να υποφέρει από ημικρανίες, καρδιαγγειακές ασθένειες, υπέρταση και συναισθηματική εξάντληση.
Το εργασιακό στρες είναι ένα πρόβλημα που απασχολεί τους εκπαιδευτικούς σε παγκόσμιο επίπεδο και στο πλαίσιο αυτό έγινε πριν από ένα μήνα στην Αθήνα σχετικό συνέδριο της Πανευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Εκπαιδευτικών, με τη συμμετοχή δασκάλων, καθηγητών και πανεπιστημιακών από όλες τις χώρες της ΕΕ. Στόχος ήταν να μελετηθούν οι αιτίες που δημιουργούν το εργασιακό στρες δασκάλων και καθηγητών, ώστε οι εκπαιδευτικές οργανώσεις να ασκήσουν πολιτικές που θα καταπολεμήσουν τις αιτίες του.
Οπως τόνισαν κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου οι εκπαιδευτικοί από διάφορες χώρες αλλά και από την Ελλάδα οι κυριότερες πηγές «πίεσης» είναι ο εργασιακός φόρτος και η ένταση, ο μεγάλος αριθμός των μαθητών αλλά κι η κακή συμπεριφορά προς τους δασκάλους τους. Επίσης η έλλειψη πόρων και στήριξης από τις διευθύνσεις των σχολείων, το άσχημο κλίμα του σχολείου αλλά και η χαμηλή κοινωνική θέση (τα στοιχεία προέρχονται από έρευνα του 2009).
Σε αρκετές χώρες υπάρχει σκληρό σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα, όπως τόνισαν σύνεδροι από την Εσθονία, η μισθολογική τους εξέλιξη να εξαρτάται άμεσα από την αξιολόγηση, γεγονός που τους προκαλεί έντονο στρες, ενώ πολλές φορές δέχονται και περικοπές στους μισθούς. Οσον αφορά τη χώρα μας, οι εκπαιδευτικοί διακατέχονται από στρες από τα πρώτα χρόνια της δουλειάς, αφού διαρκώς βρίσκονται σε καθεστώς ανασφάλειας (αργοπορημένος διορισμός και καθεστώς ωρομισθίων- αναπληρωτών), ενώ και στη συνέχεια οι απανωτές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα τους προκαλούν αγωνία και φόβο, αφού επιπλέον θεωρούν ότι το σύστημα τους απαξιώνει.Σε κάποιες χώρες έχουν αναπτυχθεί κάποιες προσπάθειες για να αντιμετωπιστεί το άγχος των εκπαιδευτικών, αλλά συνήθως οι κυβερνήσεις ρίχνουν τις ευθύνες στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και δεν λαμβάνουν μέτρα για να τους βοηθήσουν. Στη Μάλτα, για παράδειγμα, υπάρχουν εκπαιδευτικοί που εργάζονται μέσα στα σχολεία και βοηθούν τους συναδέλφους τους που αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα.
Στη Γαλλία προσφέρονται στους εκπαιδευτικούς φυλλάδια με πληροφορίες για την πρόληψη του στρες, ενώ στην Πολωνία υπάρχει μια εθνική τηλεφωνική γραμμή για συμβουλές και υποστήριξη των δασκάλων και των καθηγητών. Ανάλογα προγράμματα εφαρμόζει και η Φινλανδία, ώστε να εξασφαλιστεί η καλή τους υγεία.
Αναφερόμενος στο θέμα του εργασιακού στρες ο κ. Θέμης Κοτσιφάκης, μέλος του ΔΣ της ΟΛΜΕ, υπογραμμίζει ότι «ζούμε σε μια εποχή που οι κυβερνώντες διακηρύσσουν στα λόγια την αξία της εκπαίδευσης για το μέλλον της κοινωνίας. Και όμως, ενώ οι εκπαιδευτικοί θεσμοί διευρύνονται και ο ρόλος τους αναβαθμίζεται, το ίδιο το εκπαιδευτικό επάγγελμα υποβαθμίζεται συνεχώς, και σε ό,τι αφορά τη θέση των εκπαιδευτικών στη σύγχρονη κοινωνική διαστρωμάτωση και σε ό,τι αφορά το κύρος και την κοινωνική τους καταξίωση». Οπως τονίζει ο κ. Κοτσιφάκης, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί στη χώρα μας, αλλά όχι μόνο σε αυτή, συνδέονται:
α) με την οικονομική πολιτική (δαπάνες για την εκπαίδευση στο 3% του ΑΕΠ, χαμηλοί μισθοί, περικοπή ασφαλιστικών δικαιωμάτων κ.λπ.),
β) με τη νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική που ασκούν οι κυβερνήσεις (ιδιωτικοποίηση, ανταγωνισμός κ.λπ.) και
γ) με τις εργασιακές συνθήκες και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας.
Ο κ. Κοτσιφάκης παρέθεσε στοιχεία έρευνας του Πάντειου Πανεπιστημίου, όπου το 67% των ερωτηθέντων αποδίδει την κύρια ευθύνη για το καθημερινό στρες στην κακή οργάνωση και λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, ενώ το 57% αισθάνεται εξάντληση στη διάρκεια της εργασίας και το 53% θα ήθελε να την αλλάξει αν μπορούσε. Από την άλλη, το 55% κρίνει την οικοδόμηση μιας γόνιμης σχέσης ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή ως τη μεγαλύτερη δυσκολία στο επάγγελμά τους.
ΝΙΚΟΛ. ΤΡΙΓΚΑ
ntriga@pegasus.gr
Σε εμβρυακό επίπεδο η υποστήριξηΠαύλος Χαραμής, πρόεδρος Κέντρου Μελετών ΟΛΜΕ
Οι διαδικασίες εντοπισμού και αξιολόγησης των στρεσογόνων παραγόντων στην ελληνική εκπαίδευση είναι σε εμβρυακό επίπεδο, ενώ τα συστήματα ουσιαστικής επιστημονικής υποστήριξης των εκπαιδευτικών που κινδυνεύουν από το εργασιακό στρες ουσιαστικά είναι ανύπαρκτα. Στόχος μας είναι τα ζητήματα αυτά να ενταχθούν στο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων με το κράτος, να αποκτήσουν υπόσταση και να συνδεθούν τα προβλήματα του στρες με τα γενικότερα προβλήματα της εκπαίδευσης, τα οποία την κρατούν υποβαθμισμένη.